- σαρκόχρωμος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει το χρώμα τής σάρκας, σαρκόχρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + -χρωμος (< χρώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρκόχρους — ουν, Ν (λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα σάρκας, κρεατής, σαρκόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + χρους (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ουρανό χρους, πορφυρό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ἑλληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek